- Φαλίος
- Φαλήςmasc gen sg (doric)Φαλίοςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φαλιός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαλιός — ά, όν, ΜΑ, και φάλιος Α λευκός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στη ρίζα τού επιθ. φαλός (βλ. λ. φαλός), εμφανίζει θ. *φαλ ι (πρβλ. φαλ ί σσομαι) και έχει σχηματιστεί είτε με κατάλ. ος είτε με κατάλ. Fος κατά το πολιός (< πολιFός). Κατά μία άποψη, το… … Dictionary of Greek
φαλιῶν — φαλιός fem gen pl φαλιός masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαλιόν — φαλιός masc acc sg φαλιός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φαλίον — Φαλίος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
белый — бел, бела, бело, укр. бiлий, ст. слав. бѣлъ, болг. бял, сербохорв. би̏о, биjу̀ела, словен. bė̂ɫ, чеш. bily, польск. biaɫy, в. луж., н. луж. běɫy. Исконнородственно др. инд. bhālam блеск , bhāti светит, сияет , греч. πεφήσεται явится (от φαίνω… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
βαλιός — βαλιός, ά, όν (Α) 1. παρδαλός, με στίγματα, βούλες διαφορετικού χρώματος 2. γρήγορος 3. (το αρσ. παροξύτονο, ως κύρ. όν.) Βαλίος, ο το ένα από τα άλογα του Αχιλλέα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. δάνεια λ. από γλώσσα όπου το αρχικό bh… … Dictionary of Greek
ρινοφάλιος — ον, Α αυτός που έχει άσπρη μύτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίς, ῥινός + φαλιός «λευκός»] … Dictionary of Greek
φάλλαινα — (I) ἡ, Α βλ. φάλαινα. (II) ἡ, Α είδος λεπιδόπτερου εντόμου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. τ., πιθανότατα ροδιακός. Κατά μία άποψη, η λ. φάλλαινα, λόγω τού χρώματος τής πεταλούδας αυτής που λαμπυρίζει στο φως, πρέπει να αναχθεί στο θηλ. φαλιά τού επιθ … Dictionary of Greek
φάλος — ο, ΝΑ το πρόσθιο μεταλλικό μέρος τής περικεφαλαίας, το οποίο προεξέχει («Ἀτρεΐδης δὲ ἐρυσσάμενος ξίφος ἀργυρόηλον πλῆξεν ἀνασχόμενος κόρυθος φάλον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. ονομ. κάποιου μεταλλικού εξαρτήματος τής περικεφαλαίας, το… … Dictionary of Greek